- μεμψίμοιρος
- -η, -ο (Α μεμψίμοιρος, -ον)αυτός που παραπονείται κατά τής μοίρας του, παραπονιάρης, γκρινιάρης («οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι», ΚΔ)αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ μεμψίμοιρονη μεμψιμοιρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμψι- (< μέμφομαι, πρβλ. μέμφις) + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακόμοιρος, σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος*].
Dictionary of Greek. 2013.